- μοσχ(ο)αναθρεμμένος
- και μοσκ(ο)αναθρεμμένος, -η, -οαναθρεμμένος από τους γονείς του με υπερβολικές φροντίδες και περιποιήσεις, καλοαναθρεμμένος («κυρά μ', τη θυγατέρα σου τη μοσχαναθρεμμένη», δημ. τραγούδι).επίρρ...μοσχ(ο)αναθρεμμέναμε πολλές περιποιήσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχ(ο)-* + ἀναθρεμμένος (< αναθρέφω)].
Dictionary of Greek. 2013.